reticent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
reticent (en)
- κλειστός (τύπος ανθρώπου), ολιγόλογος
- (proscribed definition, ερμήνευμα μη αποδεκτό από όλους) επιφυλακτικός