επιφυλακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιφυλακτικός < επιφυλάσσω + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]επιφυλακτικός
- που φέρεται με επιφύλαξη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επιφυλακτικά
- επιφυλακτικότητα
- → δείτε τις λέξεις επιφυλάσσω, φυλάγω και φύλακας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιφυλακτικός