Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιφυλάσσω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιφυλάσσω < λείπει η ετυμολογία

επιφυλάσσω, αόρ.: επιφύλαξα/επεφύλαξα, παθ.φωνή: επιφυλάσσομαι, π.αόρ.: επιφυλάχθηκα

  1. προετοιμάζω, προορίζω κάτι
      Δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει η ζωή, η μοίρα μου.
  2.  και δείτε την παθητική φωνή:  επιφυλάσσομαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]