φύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φύλακας | οι | φύλακες |
γενική | του | φύλακα | των | φυλάκων |
αιτιατική | τον | φύλακα | τους | φύλακες |
κλητική | φύλακα | φύλακες | ||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φύλακας < αρχαία ελληνική φύλαξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfi.la.kas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φύλακας αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που φυλάσσει, που επιτηρεί κάτι φροντίζοντας για την ασφάλειά του ή την ακεραιότητά του ή την καλή λειτουργία του κ.λπ.
- φύλακας άγγελος
- υπάλληλος που έχει ως έργο του τη φύλαξη ενός χώρου
- ο φύλακας του σχολείου
- σωφρονιστικός υπάλληλος, υπεύθυνος για τη φύλαξη των κρατουμένων σε μια φυλακή