φύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φύλακας | οι | φύλακες |
γενική | του | φύλακα | των | φυλάκων |
αιτιατική | τον | φύλακα | τους | φύλακες |
κλητική | φύλακα | φύλακες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φύλακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φύλαξ από την αιτιατική «τὸν φύλακα»
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φύλακας αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που φυλάσσει, που επιτηρεί κάτι φροντίζοντας για την ασφάλειά του ή την ακεραιότητά του ή την καλή λειτουργία του κ.λπ.
- (επάγγελμα) υπάλληλος που έχει ως έργο του τη φύλαξη ενός χώρου
- ↪ ο φύλακας του σχολείου
- (επάγγελμα) σωφρονιστικός υπάλληλος, υπεύθυνος για τη φύλαξη των κρατουμένων σε μια φυλακή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
φυλακ- φυλαχ-
φυλακ- φυλαχ-
θέμα φυλακ-, φυλαχ-
- -φύλακας Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φύλακας στο Βικιλεξικό
- -φυλακή Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλακή στο Βικιλεξικό
- -φυλάκιο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλάκιο στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -φύλακας, λήγουν σε -φυλακή, λήγουν σε -φυλάκιο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
και
- αγροφυλακιάτικο
- αδιαφύλακτος
- αδιαφυλάκτως
- αδικοφυλακισμένος
- αετοφύλαχτος, αϊτοφύλαχτος
- ακριβοφύλαχτος
- αναπροφυλάκιση
- αναφυλακτικός
- ανεπιφύλακτα (επίρρημα)
- ανεπιφύλακτος
- απαραφύλακτα, απαραφύλαχτα (επίρρημα)
- απαραφύλακτος, απαραφύλαχτος
- ανεπιφυλάκτως
- αποφυλακίζω
- αποφυλάκιση
- αποφυλακίσιμος
- αποφυλακισμένος
- αποφυλακισμός
- αποφυλακιστέος
- αποφυλακιστήριο
- απροφύλακτα, απροφύλαχτα (επίρρημα)
- απροφύλακτος, απροφύλαχτος
- αρχιφύλαξ
- αφυλάκιστα (επίρρημα)
- αφυλάκιστος
- αφύλακτα, αφύλαχτα (επίρρημα)
- αφύλακτος, αφύλαχτος
- αφυλάκωτος
- βοϊδοφυλάχτρα
- δακροφύλαχτος
- διαφύλαξη
- δρακοντοφύλαχτος
- δρακοφύλακτος, δρακοφύλαχτος
- δυσκολοφύλαχτος
- δυσφύλακτος
- επιφυλακτικά (επίρρημα)
- επιφυλακτικός
- επιφυλακτικότητα
- επιφύλαξη
- ευκολοφύλαχτα (επίρρημα)
- ευκολοφύλαχτος
- θεοφύλακτος, Θεοφύλακτος, θεοφύλαχτος
- θησαυροφυλαχτόρισσα
- θησαυροφυλάχτρα
- καιροφυλάκτηση
- καιροφυλακτώ, καιροφυλαχτώ
- καστροφύλαχτος
- κοσμοφυλάχτης
- κυβερνοπροφυλακτικό
- ξεφυλάκωμα
- ξεφυλακώνω
- παλιοφυλαχτό
- παραφυλακτικός
- παραφύλαξη
- πλαγιοφύλαξη
- πορτοφυλάκισσα
- προφυλακίζω
- προφυλάκιση
- προφυλακίσιμος
- προφυλακιστέος
- προφυλακτήρας, προφυλαχτήρας
- προφυλακτικά, προφυλαχτικά (επίρρημα)
- προφυλακτικό
- προφυλακτικός
- προφυλακτικότητα
- προφυλακτικώς
- προφύλαξη
- πυργοφύλακτος
- πυργοφυλαχτός
- υποφυλακτήρας
- φυλάκα
- φυλακάρικος
- φυλακάτορας
- φυλακείο & σύνθετα
- φυλακή
- φυλακίδα
- φυλάκιο
- φυλακίζω, φυλακίζομαι & σύνθετα
- φυλάκιση
- φυλάκισμα
- φυλακισμένος
- φυλακισμός
- φυλακιστέος
- φυλακιστής
- φυλακτήρας
- φυλακτήριο
- φυλακτικός, φυλαχτικός
- φυλάκτορας, φυλάχτορας
- φύλακτρα, φύλαχτρα
- φυλάκωμα
- φυλακωμένος
- φυλακώνομαι
- φύλαξη
- φυλαξιά
- φυλαχτάδι
- φυλαχτάρι, φυλακτάρι
- φυλαχτήρι
- φυλαχτήριος
- φυλαχτής
- φυλαχτικά
- φυλαχτικός
- φυλαχτό, φυλακτό
- φυλάχτορας
- φυλαχτός
- φυλάχτρα
- χωροφυλακίνα
- χωροφυλακίστικα (επίρρημα)
- χωροφυλακίστικος
- χωροφυλακόσημο
- ψυχοπροφυλακτική
- ψυχοπροφυλακτικός
- ψυχοπροφύλαξη
θέμα φυλαγ- → δείτε τη λέξη φυλάγω (επίσης: φυλάω, φυλάσσω)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)