φυλάκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυλάκιο | τα | φυλάκια |
γενική | του | φυλακίου & φυλάκιου |
των | φυλακίων |
αιτιατική | το | φυλάκιο | τα | φυλάκια |
κλητική | φυλάκιο | φυλάκια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλάκιο < φυλάκιον < φυλάσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλάκιο ουδέτερο
- οίκημα προορισμένο για τη στέγαση ενός μικρού αριθμού στρατιωτών οι οποίοι έχουν την αποστολή της φύλαξης της περιοχής.
- μικρών διαστάσεων κτίσμα προορισμένο για την προσωρινή παραμονή σε αυτό ενός φρουρού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φύλακας
- φυλάσσω, φυλάω, φυλάγω
- φυλακίζω, φυλακισμένος
- Φυλάκιο (τοπωνύμιο)
- φυλαχτάρι, φυλαχτό
- φυλακή
- φυλάκιση
- φύλαξη
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλάκιο