πυροφυλάκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.fiˈla.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐φυ‐λά‐κι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυροφυλάκιο ουδέτερο
- κτίσμα (συνήθως μέσα σε άλσος, δάσος ή πάνω σε κορυφή βουνού) που χρησιμεύει στην πυροφύλαξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πυροφύλακας
- πυροφύλαξη
- → δείτε και τις λέξεις πυρ, φύλακας και φυλάγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυροφυλάκιο
|