πυροφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.roˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐φύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυροφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επιφορτισμένος στη περιφρούρηση ορισμένης περιοχής (δημόσιας ή ιδιωτικής) από πυρκαγιά
- ※ Εθελοντής πυροφύλακας εντόπισε αργά το βράδυ της Πέμπτης στον Υμηττό εμπρηστικό μηχανισμό και ειδοποίησε άμεσα την Αστυνομία. (www.naftemporiki.gr, 28.07.2023)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πυροφυλάκιο
- πυροφύλαξη
- → δείτε τις λέξεις πυρ, φύλακας και φυλάγω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυροφύλακας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πυρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φύλακας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)