αργά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αργά < μεσαιωνική ελληνική ἀργά < ἀργός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αργά
- Περπατάει αργά, σα χελώνα!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αργός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
με αργό τρόπο
Επίρρημα[επεξεργασία]
αργά
- σε προχωρημένη ώρα
- μετά από την κανονική ή αναμενόμενη ώρα, με μεγάλη καθυστέρηση, καθυστερημένα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αργά και πού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σε προχωρημένη ώρα/καθυστερημένα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αργά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αργό