αργό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αργό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- άλλη μορφή του αργόν
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αργό | ||
| γενική | του | αργού | ||
| αιτιατική | το | αργό | ||
| κλητική | αργό | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αργό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αργό
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)