δημοτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δημοτική | ||
γενική | της | δημοτικής | ||
αιτιατική | τη | δημοτική | ||
κλητική | δημοτική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημοτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démotique < αρχαία ελληνική δημοτική, θηλυκό του δημοτικός < δῆμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημοτική θηλυκό
- (γλωσσολογία) η γλώσσα που μιλιέται από το λαό
- (ειδικά για την ελληνική γλώσσα):
- η ελληνική γλώσσα των νεότερων χρόνων όπως μιλήθηκε από το λαό και καλλιεργήθηκε στη λογοτεχνία, σε αντίθεση με λόγιες, αρχαΐζουσες τάσεις, όπως η καθαρεύουσα
- (προφορικά, υπονοείται) η επίσημη νέα ελληνική γλώσσα
- ⮡ μιλάω και αρχαία, και δημοτική
- ⮡ η δημοτική καθιερώθηκε ως επίσημη νεοελληνική γλώσσα για την εκπαίδευση το 1976[1]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μαλλιαρή (γλώσσα)
- δημοτική στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δημοτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δημοτικός
- ⮡ δημοτική αρχή
- ⮡ δημοτική γλώσσα
- συνώνυμο: δημοτική (ως ουσιαστικό)
- ⮡ δημοτική μουσική
- συνώνυμα: παραδοσιακή μουσική, (και λαϊκή)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Βλ. σημείωση στο άρθρο της el.wikipedia Δημοτική γλώσσα ανεύρ:2018.05.27.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)