μαλλιαρή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαλλιαρή θηλυκό
- (μειωτικό) ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που από το 1900 έως περίπου το 1960 σήμαινε τη δημοτική γλώσσα (που θεωρείτο τότε λαϊκή και βάρβαρη). Καθώς η δημοτική χρησιμοποιήθηκε από τους λογοτέχνες και έγινε πιο αποδεκτή, η μαλλιαρή σήμαινε πια, όχι γενικά τη δημοτική, αλλά την ακραία δημοτική.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η λέξη καθιερώθηκε το 1898, και αποδίδεται στο δημοσιογράφο και λογοτέχνη Ιωάννη Κονδυλάκη, ο οποίος απευθυνόμενος στους δημοτικιστές συναδέλφους του, που συνέπιπτε να αφήνουν μακριά μαλλιά, είπε : ιδού και η μαλλιαρή φιλολογία [1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαλλιαρή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαλλιαρή