μαλλιαροκομμουνισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλλιαροκομμουνισμός οι μαλλιαροκομμουνισμοί
      γενική του μαλλιαροκομμουνισμού των μαλλιαροκομμουνισμών
    αιτιατική τον μαλλιαροκομμουνισμό τους μαλλιαροκομμουνισμούς
     κλητική μαλλιαροκομμουνισμέ μαλλιαροκομμουνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλλιαροκομμουνισμός < μαλλιαρ(ισμός) + ο + κομμουνισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλλιαροκομμουνισμός αρσενικό

  • (ιστορία) (παρωχημένο) (μειωτικό) η θεώρηση του κινήματος του δημοτικισμού στην Ελλάδα ως ταυτόσημου ή συγγενικού του κομμουνισμού και των ανατρεπτικών πολιτικών ιδεολογιών γενικότερα.
    ※  Και οι πιο απλές εκδηλώσεις αστικού δημοκρατισμού ή ριζοσπαστισμού ταυτίζονταν βαθμιαία με τον κομμουνισμό. Ο νεολογισμός «μαλλιαροκομμουνισμός» (μαλλιαρούς αποκαλούσαν οι οπαδοί της καθαρεύουσας τους δημοτικιστές), που έκανε την εμφάνισή του με αφορμή την έκδοση της Κοινωνικής σημασίας [της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1921 του Γ. Κορδάτου], παραπέμπει σε κάτι όχι τόσο άκακο και διασκεδαστικό όσο φαίνεται από πρώτη ματιά (βλ. Γιώργος Δ. Μπουμπούς, «Η εγκατάστασις του μπολσεβικισμού εν Ελλάδι και ο αρχικομμουνιστής Κορδάτος», στη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας (αφιέρωμα στον Κορδάτο), 2001, στο: Ίδρυμα Γληνού - Academia.edu· πρόσβαση: 2020-03-04)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • περιπαικτικός και εκφοβιστικός όρος που επινοήθηκε στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1920 από συντηρητικούς εχθρούς της δημοτικής γλώσσας και της φιλελεύθερης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917, προκειμένου να τονίσουν την -τουλάχιστον κατά τους ίδιους- εγγενή σύνδεση του κινήματος του δημοτικισμού με τις κοινωνικά ανατρεπτικές ιδέες και πολιτικές πρακτικές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]