χλώριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλώριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (καθαρεύουσα) χλώριον < {{λδαν|fr|el|chlore]] < αρχαία ελληνική χλωρός (λόγω του κιτρινοπράσινου χρώματος του)
Προφορά[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χλώριο | τα | χλώρια |
γενική | του | χλωρίου | των | χλωρίων |
αιτιατική | το | χλώριο | τα | χλώρια |
κλητική | χλώριο | χλώρια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλώριο ουδέτερο
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, που ανήκει στα αλογόνα, με ατομικό αριθμό 17 και χημικό σύμβολο το Cl
- αέριο με έντονη οσμή και τοξικότητα, που ερεθίζει τους βλεννογόνους και το δέρμα, και το οποίο χρησιμoποιείται για λεύκανση υφασμάτων και χαρτιών υγείας ή γενικά χαρτοπολτού, καθώς και για απολύμανση (νερού, χώρων, κ.α.)
[επεξεργασία]
- χλωρο-, χλωριο- χλωρι- χλωρ-
- χλωρίδιο
- χλωρικός
- χλωρίνη
- χλωριούχος
- χλωριώνω
- χλωρίωση
- → δείτε τη λέξη χλωρός
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αλογόνο
-
χλώριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλώριο