χλωρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλωρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χλωρός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xloˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χλω‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
χλωρός
- (γενικότερα) που μόλις έχει δημιουργηθεί, φτιαχτεί ή παραχθεί και δεν έχει ακόμα ωριμάσει ή δέσει
- (ειδικότερα) (για φυτά) που έχει πρόσφατα βλαστήσει και είναι ακόμα πράσινος και τρυφερός
- (ειδικότερα) (για τυρί) που έχει παραχθεί πρόσφατα και δεν έχει ακόμα ωριμάσει για να καταναλωθεί
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δεν αφήνω σε χλωρό κλαδί (κάποιον)
- (μαζί με τα/)κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά
[επεξεργασία]
- χλωρίδα
- → δείτε τη λέξη χλώριο (χημεία)
- χλωρότητα
- χλωρο-, χλωρό-
- χλωροφορμίζω
- χλωροφόρμιο
- χλωροφύλλη
- χλώρωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλωρός < συνηρημένος τύπος του επιθέτου χλοερός
Επίθετο[επεξεργασία]
χλωρός
- χλωρός
- ο πρασινοκίτρινος σίτος όταν πρωτοβλασταίνει, ο άγουρος καρπός
- χρώμα κιτρινοπράσινο
- ωχρός, χλωμός
- φρέσκος, χλωρός, σε αντιδιαστολή προς τον ξηρό καρπό
- ανθηρός, ζωηρός, ζωντανός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χλωρόν δέος: ο φόβος που σε κάνει να χάνεις το χρώμα σου
- χλωρό δάκρυ: αυτό που ακόμα αναβλύζει από τα μάτια, το έντονο κλάμα, μεταφορικά ο πόνος που είναι ακόμα φρέσκος, η ανοιχτή πληγή
Πηγές[επεξεργασία]
- «χλωρός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «χλωρός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.