χλωρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χλωρός | η | χλωρή | το | χλωρό |
γενική | του | χλωρού | της | χλωρής | του | χλωρού |
αιτιατική | τον | χλωρό | τη | χλωρή | το | χλωρό |
κλητική | χλωρέ | χλωρή | χλωρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χλωροί | οι | χλωρές | τα | χλωρά |
γενική | των | χλωρών | των | χλωρών | των | χλωρών |
αιτιατική | τους | χλωρούς | τις | χλωρές | τα | χλωρά |
κλητική | χλωροί | χλωρές | χλωρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χλωρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χλωρός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xloˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χλω‐ρός
Επίθετο
[επεξεργασία]χλωρός
- (γενικότερα) που μόλις έχει δημιουργηθεί, φτιαχτεί ή παραχθεί και δεν έχει ακόμα ωριμάσει ή δέσει
- (για φυτά) που έχει πρόσφατα βλαστήσει και είναι ακόμα πράσινος και τρυφερός
- (για τυρί) που έχει παραχθεί πρόσφατα και δεν έχει ακόμα ωριμάσει για να καταναλωθεί
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δεν αφήνω σε χλωρό κλαδί (κάποιον) / δεν αφήνω σε χλωρό κλαρί (κάποιον)
- μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά / κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χλωρίδα
- χλώριο (χημεία) & συγγενικά
- χλωρότητα
- χλωρο-, χλωρό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χλωρο- στο Βικιλεξικό όπως χλωροφόρμιο, χλωροφύλλη
- χλώρωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- χλωρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χλωρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χλωρός | ἡ | χλωρᾱ́ | τὸ | χλωρόν |
γενική | τοῦ | χλωροῦ | τῆς | χλωρᾶς | τοῦ | χλωροῦ |
δοτική | τῷ | χλωρῷ | τῇ | χλωρᾷ | τῷ | χλωρῷ |
αιτιατική | τὸν | χλωρόν | τὴν | χλωρᾱ́ν | τὸ | χλωρόν |
κλητική ὦ! | χλωρέ | χλωρᾱ́ | χλωρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | χλωροί | αἱ | χλωραί | τὰ | χλωρᾰ́ |
γενική | τῶν | χλωρῶν | τῶν | χλωρῶν | τῶν | χλωρῶν |
δοτική | τοῖς | χλωροῖς | ταῖς | χλωραῖς | τοῖς | χλωροῖς |
αιτιατική | τοὺς | χλωρούς | τὰς | χλωρᾱ́ς | τὰ | χλωρᾰ́ |
κλητική ὦ! | χλωροί | χλωραί | χλωρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χλωρώ | τὼ | χλωρᾱ́ | τὼ | χλωρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | χλωροῖν | τοῖν | χλωραῖν | τοῖν | χλωροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χλωρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]χλωρός, -ά, -όν, συγκριτικός :χλωρότερος, υπερθετικός : χλωρότατος
- χλωρός
- ο πρασινοκίτρινος σίτος όταν πρωτοβλασταίνει, ο άγουρος καρπός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 6.1
- ἅμα δὲ πρῲ ἐσβαλόντες καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος ἐσπάνιζον τροφῆς τοῖς πολλοῖς, χειμών τε ἐπιγενόμενος μείζων παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν ἐπίεσε τὸ στράτευμα.
- Εκτός απ᾽ αυτό είχαν κάνει την εισβολή πολύ νωρίς την άνοιξη και το σιτάρι ήταν ακόμα χλωρό. Σπάνιζαν τα τρόφιμα για τον στρατό κι έπεσε και μεγάλη κακοκαιρία, παρά την εποχή, και ο στρατός ταλαιπωρήθηκε πολύ.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἅμα δὲ πρῲ ἐσβαλόντες καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος ἐσπάνιζον τροφῆς τοῖς πολλοῖς, χειμών τε ἐπιγενόμενος μείζων παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν ἐπίεσε τὸ στράτευμα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 6.1
- (χρώμα) κιτρινοπράσινο
- ωχρός, χλωμός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 231 (231-233)
- ἐπὶ δὲ χλωροῦ ἀδάμαντος | βαινουσέων ἰάχεσκε σάκος μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ | ὀξέα καὶ λιγέως·
- Κι όπως επάνω στο χλωρό αδάμαντα | πατούσανε, ηχούσε η ασπίδα με μεγάλο ορυμαγδό, | διαπεραστικά και έντονα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐπὶ δὲ χλωροῦ ἀδάμαντος | βαινουσέων ἰάχεσκε σάκος μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ | ὀξέα καὶ λιγέως·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 231 (231-233)
- (για φόβο) που σε κάνει να χάνεις το χρώμα σου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 67
- μάλα γὰρ χλωρὸν δέος αἱρεῖ·
- χλωμός τους κυριεύει ο τρόμος·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- μάλα γὰρ χλωρὸν δέος αἱρεῖ·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 42 (42-43)
- Ὣς φάτο, τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλε· | πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον·
- Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και τρόμος, | κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει το κεφάλι του απ᾽ τον χαμό.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς φάτο, τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλε· | πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 67
- (για ανθρώπους) ωχρός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 265 (264-265)
- πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, | χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
- Στο πλάι στεκότανε κι η Καταχνιά, ελεεινή και φοβερή, | ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, | χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας ⌘ Σαπφώ, Ύμνοι και Επιθαλάμια, Απόσπασμα 2 - Ωδή εις Ανακτορία, στίχοι 13-16
- †έκαδε μ᾽ ἴδρως ψῦχρος κακχέεται†, τρόμος δὲ | παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας | ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης | φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
- σταλάζει ο ιδρώτας, το κορμί μου ακέριο | ζώνει η τρεμούλα, κι απ᾽ το χόρτο δείχνω | πιο πράσινη· λίγο θαρρώ μου λείπει | να ξεψυχήσω!
- Μετάφραση: Ι.Θ. Κακριδής @greek-language.gr
- ιδρώτας κυλά στο κορμί μου κι ένα τρέμουλο | με συνεπαίρνει ολόκληρη. Γίνομαι πιο χλωμή κι απ᾽ το χορτάρι | και νομίζω ότι βρίσκομαι κοντά στο θάνατο.
- σταλάζει ο ιδρώτας, το κορμί μου ακέριο | ζώνει η τρεμούλα, κι απ᾽ το χόρτο δείχνω | πιο πράσινη· λίγο θαρρώ μου λείπει | να ξεψυχήσω!
- &: Μετάφραση: Δ. Ιακώβ, @greek-language.gr
- †έκαδε μ᾽ ἴδρως ψῦχρος κακχέεται†, τρόμος δὲ | παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας | ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης | φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 265 (264-265)
- φρέσκος, χλωρός, σε αντιδιαστολή προς τον ξηρό καρπό
- ανθηρός, ζωηρός, ζωντανός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 677 (676-677)
- εἰ δ᾽ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ | χλωρόν τε καὶ βλέποντα,
- γιατί αν τον βλέπει κάπου μια του ήλιου αχτίνα | γερό και ζωντανό,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ | χλωρόν τε καὶ βλέποντα,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 677 (676-677)
- (για μέλι) κίτρινος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 234 (στίχοι 233-235)
- εἷσεν δ᾽ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, | ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν | οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα·
- Εκείνη τους πήρε μέσα και τους κάθισε σε θρόνους και σκαμνιά· | αμέσως τους ετοίμασε, ανακινώντας σε κρασί της Πράμνου, | τυρί τριμμένο και κριθάλευρο, μέλι χρυσό,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- εἷσεν δ᾽ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, | ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν | οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 234 (στίχοι 233-235)
- (μεταφορικά) φρέσκος, ζωντανός, πρόσφατος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 906 (906-907)
- [ΧΟ.] κἀμοὶ κατ᾽ ὄσσων χλωρὸν ὡρμήθη δάκρυ· | καὶ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 906 (906-907)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- χλωρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χλωρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Χρώματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)