μάτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μάτι

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάτι τα μάτια
      γενική του ματιού των ματιών
    αιτιατική το μάτι τα μάτια
     κλητική μάτι μάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Δείτε και τον τύπο γενικής πληθυντικού ομματιών.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανθρώπινο μάτι.

Ετυμολογία

μάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάτι(ν) < ὀμμάτιν < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα (μάτι) < *ὄπ-μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *op- / *okʷ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐τι
ομόηχα: Μάτι, Μάτη

Ουσιαστικό

μάτι ουδέτερο

  1. (ανατομία) ο οφθαλμός, το όργανο της όρασης
    πονάει το μάτι μου
  2. η ματιά, το βλέμμα
    με τα μάτια ενός παιδιού
  3. η προσοχή, η επίβλεψη
    έχει ένα μάτι σε όλα
  4. η αντιληπτική και κριτική ικανότητα
    έχει μάτι
  5. η βασκανία, το μάτιασμα
    δεν τον πιάνει μάτι
  6. η τρύπα στην κορυφή μιας βελόνας
    πέρνα την κλωστή μέσα απ' το μάτι
  7. η οπή πάνω σε αντικείμενο, μέσω της οποίας επιτρέπεται οπτική επαφή με την άλλη πλευρά
    το μάτι της πόρτας
  8. εξάρτημα ή οπτικό όργανο μηχανήματος που επιτρέπει την όραση μέσα από αυτό, το βιζέρ
    το μάτι της κάμερας
  9. το κέντρο μιας δίνης, ενός κυκλώνα
    Στο μάτι του τυφώνα δε φυσάει καθόλου ο άνεμος.
  10. η στρογγυλή εστία κουζίνας
    Βάλε τη χύτρα πάνω στο μεγάλο μάτι.
  11. ασχημάτιστη φύτρα, βλαστός φυτού
    Για να κλαδέψεις το φυτό, κόψε τα κλαδάκια πάνω από κάθε μάτι.
    οι πατάτες έχουν βγάλει μάτια

Συνώνυμα

Υποκοριστικά

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

Παροιμίες

Συγγενικά

μόνο σε εκφράσεις:

Σύνθετα

και

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Πηγές


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

μάτι ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι

Υποκοριστικά

Εκφράσεις

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές