κατάματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάματα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάματα. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + μάτ(ι) + [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.ma.ta/

Επίρρημα[επεξεργασία]

κατάματα

  • μέσα στα μάτια
    με κοιτά κατάματα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάματα < κατά- + μάτ(ι) + [1]

Επίρρημα[επεξεργασία]

κατάματα

  • πάνω στα μάτια
    ※  15ος αιώνας Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου... (αποδίδεται στον Λεόντιο Μαχαιρά)
    ἔδωκέν του κατάμματα καὶ ἐτύφλωσέ τον - τού 'δωσε μια στα μάτια και τον ετύφλωσε

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη μάτι

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κατάματα Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].