τρύπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τρῦπα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρύπα οι τρύπες
      γενική της τρύπας των τρυπών
    αιτιατική την τρύπα τις τρύπες
     κλητική τρύπα τρύπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια τρύπα σε βράχο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρύπα < ελληνιστική κοινή τρῦπα < αρχαία ελληνική τρύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *truH-p-[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɾi.pa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρύπα θηλυκό

  1. κενός χώρος, κοιλότητα ή άνοιγμα σε ένα στερεό σώμα
    ⮡  άνοιξε μια μικρή τρύπα στον τοίχο για εξαερισμό
    ※  και σαν έφτασε μπρος μου, κάνει ν' απλώσει το χέρι, μα ξάφνου το τραβάει και λέει: «Αχ, κούκλα μου, σου 'φυγε πόντος!» κι εγώ έσκουξα, γιατί το καλτσόν μου ήταν ολοκαίνουργιο, και τι θα 'κανα, έπρεπε να βρω βερνίκι να βάψω την τρύπα ή να τρέχω στο Μετς να πάρω άλλο (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)
  2. (κατ’ επέκταση) άνοιγμα σε κάποιο σώμα
    ⮡  η τρύπα του όζοντος απειλεί την υγεία μας
  3. (συνεκδοχικά) κενό, άνοιγμα, έλλειψη ή έλλειμμα
    ⮡  υπάρχει τρύπα στα δημοσιονομικά
    ⮡  εκμεταλλεύτηκε την τρύπα στην άμυνα του αντιπάλου και διείσδυσε
    ⮡  βρήκε τρύπα στο νόμο και λειτουργούσε δίχως άδεια

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  • μπαλιά τρύπα: στο ποδόσφαιρο, χαμηλή κάθετη πάσα με σκοπό την παραλαβή της μπάλας από επιτιθέμενο παίκτη πίσω από την αντίπαλη άμυνα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.