τρύπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρύπα | οι | τρύπες |
γενική | της | τρύπας | των | τρυπών |
αιτιατική | την | τρύπα | τις | τρύπες |
κλητική | τρύπα | τρύπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρύπα < ελληνιστική κοινή τρῦπα < αρχαία ελληνική τρύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *truH-p-[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρύπα θηλυκό
- κενός χώρος, κοιλότητα ή άνοιγμα σε ένα στερεό σώμα
- ⮡ άνοιξε μια μικρή τρύπα στον τοίχο για εξαερισμό
- ※ και σαν έφτασε μπρος μου, κάνει ν' απλώσει το χέρι, μα ξάφνου το τραβάει και λέει: «Αχ, κούκλα μου, σου 'φυγε πόντος!» κι εγώ έσκουξα, γιατί το καλτσόν μου ήταν ολοκαίνουργιο, και τι θα 'κανα, έπρεπε να βρω βερνίκι να βάψω την τρύπα ή να τρέχω στο Μετς να πάρω άλλο (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)
- (κατ’ επέκταση) άνοιγμα σε κάποιο σώμα
- (συνεκδοχικά) κενό, άνοιγμα, έλλειψη ή έλλειμμα
- ⮡ υπάρχει τρύπα στα δημοσιονομικά
- ⮡ εκμεταλλεύτηκε την τρύπα στην άμυνα του αντιπάλου και διείσδυσε
- ⮡ βρήκε τρύπα στο νόμο και λειτουργούσε δίχως άδεια
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- μπαλιά τρύπα: στο ποδόσφαιρο, χαμηλή κάθετη πάσα με σκοπό την παραλαβή της μπάλας από επιτιθέμενο παίκτη πίσω από την αντίπαλη άμυνα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αεροτρύπανο
- αλεπότρυπα
- αλυσότρυπα
- αξετρύπωτος
- ατμοτρύπανο
- ατρύπητος
- άτρυπος
- ατρύπωτα
- ατρύπωτος
- βελονότρυπα
- γεωτρύπανο
- διατρυπώ
- κατατρυπώ
- κλειδαρότρυπα
- κουμπότρυπα
- κουμποτρυπού
- κουνελότρυπα
- κωλοτρυπίδα
- μυριοτρυπημένος
- μυρμηγκότρυπα
- ξετρύπωμα
- ξετρυπώνω
- ποντικότρυπα
- σκουληκομερμηγκότρυπα
- σκουληκότρυπα
- τρυπάνι
- τρυπανόσωμα
- τρύπημα
- τρυπημένος
- τρυπητήρι
- τρυπητός
- τρύπιος
- τρυπιοχέρα
- τρυπιοχέρης
- τρυπογάζι
- τρυποκάρυδο
- τρυποκάρυδος
- τρυπώ
- τρύπωμα
- τρυπωμένος
- τρυπώνω
- φιδότρυπα
- χιονότρυπα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρύπα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)