γεωτρύπανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεωτρύπανο τα γεωτρύπανα
      γενική του γεωτρύπανου των γεωτρύπανων
    αιτιατική το γεωτρύπανο τα γεωτρύπανα
     κλητική γεωτρύπανο γεωτρύπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διάγραμμα γεωτρυπάνου διαφόρων χρήσεων, για ανεύρεση νερού, πετρελαίου κ.λπ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωτρύπανο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γεωτρύπανον < γεω- + αρχαία ελληνική τρύπανον [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.oˈtɾi.pa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐τρύ‐πα‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεωτρύπανο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]