rig
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | rig |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rigs |
αόριστος | rigged |
παθητική μετοχή | rigged |
ενεργητική μετοχή | rigging |
Ρήμα[επεξεργασία]
rig (en)