rigged
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rigged (en)
- διεφθαρμένος, πουλημένος, όπως ένα σάπιο σύστημα ή καθεστώς
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
rigged (en)