σκουληκότρυπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουληκότρυπα <
- σκουλήκι + τρύπα
- (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική warmhole
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουληκότρυπα θηλυκό
- (σπάνιο) τρύπα στο χώμα που φαίνεται να έχει γίνει από σκουλήκι
- υποθετικό χωροχρονικό τούνελ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκουληκότρυπα