Μετάβαση στο περιεχόμενο

Loch

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Loch (de) ουδέτερο

  1. τρύπα
  2. τερηδόνα
  3. (οικείο) φυλακή
  4. (οικείο) πρόχειρο κατάλυμα

Σύνθετα

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Loch αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Loch < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Loch αρσενικό ή θηλυκό

  • National Records of Scotland, retrieved 10/8/2023, Lists of most common surnames in the registers for selected years, 2021



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Loch < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Loch αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden