πρόχειρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόχειρος < αρχαία ελληνική πρόχειρος < (πρό) πρό- + χείρ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾo.çi.ɾos/
Επίθετο
[επεξεργασία]πρόχειρος, -η, -ο
- που έχει γίνει χωρίς μεγάλη προσοχή, με βιασύνη ή χωρίς τη χρήση των κατάλληλων υλικών ή μέσων
- που δεν τον έχουμε επεξεργαστεί όσο πρέπει, αλλά βρίσκεται σε μια πρωτόλεια ή πρώτη μορφή ή κατάσταση
- που βρίσκεται εύκολα
- προσωρινός
- ανεπίσημος, καθημερινός
- (ουσιαστικοποιημένο) το πρόχειρο: τετράδιο ή μπλοκ για ποικίλες πρόχειρες σημειώσεις
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- εκ του προχείρου: στο πόδι, χωρίς προετοιμασία
- έχω (κάτι) πρόχειρο: έχω κάτι έτοιμο για άμεση χρησιμοποίηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που δεν έχει γίνει προπαρασκευή ή μελέτη για αυτόν
έτοιμος για άμεση χρησιμοποίηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πρόχειρος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)