επεξεργάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επεξεργάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπεξεργάζομαι, στην ελληνιστική σημασία: ξαναδουλεύω < ἐπί + ἐξ + ἐργάζομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + εξ- + εργάζομαι.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pe.kseɾˈɣa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πε‐ξερ‐γά‐ζο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
επεξεργάζομαι, αόρ.: επεξεργάστηκα/επεξεργάσθηκα, μτχ.π.π.: επεξεργασμένος (αποθετικό ρήμα)
- (μεταβατικό)
- κάνω διορθώσεις· προσπαθώ να δημιουργήσω κάτι ή το διορθώνω δημιουργικά τροποποιώντας το και προσπαθώντας να το βελτιώσω
- ↪ επεξεργάζομαι ένα κείμενο - το κείμενο έχει υποστεί επεξεργασία από μένα· είναι επεξεργασμένο
- κατεργάζομαι
- κάνω διορθώσεις· προσπαθώ να δημιουργήσω κάτι ή το διορθώνω δημιουργικά τροποποιώντας το και προσπαθώντας να το βελτιώσω
[επεξεργασία]
- ανεπεξέργαστος
- επεξεργασία
- επεξεργάσιμος
- επεξεργασμένος
- επεξεργαστής
- → δείτε τις λέξεις επί, εξ, εργάζομαι και έργο
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επεξεργάζομαι | επεξεργαζόμουν(α) | θα επεξεργάζομαι | να επεξεργάζομαι | ||
β' ενικ. | επεξεργάζεσαι | επεξεργαζόσουν(α) | θα επεξεργάζεσαι | να επεξεργάζεσαι | ||
γ' ενικ. | επεξεργάζεται | επεξεργαζόταν(ε) | θα επεξεργάζεται | να επεξεργάζεται | ||
α' πληθ. | επεξεργαζόμαστε | επεξεργαζόμαστε επεξεργαζόμασταν |
θα επεξεργαζόμαστε | να επεξεργαζόμαστε | ||
β' πληθ. | επεξεργάζεστε | επεξεργαζόσαστε επεξεργαζόσασταν |
θα επεξεργάζεστε | να επεξεργάζεστε | (επεξεργάζεστε) | |
γ' πληθ. | επεξεργάζονται | επεξεργάζονταν επεξεργαζόντουσαν |
θα επεξεργάζονται | να επεξεργάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επεξεργάστηκα | θα επεξεργαστώ | να επεξεργαστώ | επεξεργαστεί | ||
β' ενικ. | επεξεργάστηκες | θα επεξεργαστείς | να επεξεργαστείς | επεξεργάσου | ||
γ' ενικ. | επεξεργάστηκε | θα επεξεργαστεί | να επεξεργαστεί | |||
α' πληθ. | επεξεργαστήκαμε | θα επεξεργαστούμε | να επεξεργαστούμε | |||
β' πληθ. | επεξεργαστήκατε | θα επεξεργαστείτε | να επεξεργαστείτε | επεξεργαστείτε | ||
γ' πληθ. | επεξεργάστηκαν επεξεργαστήκαν(ε) |
θα επεξεργαστούν(ε) | να επεξεργαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επεξεργαστεί | είχα επεξεργαστεί | θα έχω επεξεργαστεί | να έχω επεξεργαστεί | επεξεργασμένος | |
β' ενικ. | έχεις επεξεργαστεί | είχες επεξεργαστεί | θα έχεις επεξεργαστεί | να έχεις επεξεργαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επεξεργαστεί | είχε επεξεργαστεί | θα έχει επεξεργαστεί | να έχει επεξεργαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επεξεργαστεί | είχαμε επεξεργαστεί | θα έχουμε επεξεργαστεί | να έχουμε επεξεργαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επεξεργαστεί | είχατε επεξεργαστεί | θα έχετε επεξεργαστεί | να έχετε επεξεργαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επεξεργαστεί | είχαν επεξεργαστεί | θα έχουν επεξεργαστεί | να έχουν επεξεργαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επεξεργασμένος - είμαστε, είστε, είναι επεξεργασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επεξεργασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επεξεργασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επεξεργασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επεξεργασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επεξεργασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επεξεργασμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επεξεργάζομαι
Πηγές[επεξεργασία]
- επεξεργάζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- επεξεργάζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)