βελτιώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βελτιώνω < αρχαία ελληνική βελτιόω < βελτίων (συγκριτικός βαθμός του επιθέτου ἀγαθός)
Ρήμα[επεξεργασία]
βελτιώνω
- κάνω (κάτι) καλύτερο
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βελτιώνω | βελτίωνα | θα βελτιώνω | να βελτιώνω | βελτιώνοντας | |
β' ενικ. | βελτιώνεις | βελτίωνες | θα βελτιώνεις | να βελτιώνεις | βελτίωνε | |
γ' ενικ. | βελτιώνει | βελτίωνε | θα βελτιώνει | να βελτιώνει | ||
α' πληθ. | βελτιώνουμε | βελτιώναμε | θα βελτιώνουμε | να βελτιώνουμε | ||
β' πληθ. | βελτιώνετε | βελτιώνατε | θα βελτιώνετε | να βελτιώνετε | βελτιώνετε | |
γ' πληθ. | βελτιώνουν(ε) | βελτίωναν βελτιώναν(ε) |
θα βελτιώνουν(ε) | να βελτιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βελτίωσα | θα βελτιώσω | να βελτιώσω | βελτιώσει | ||
β' ενικ. | βελτίωσες | θα βελτιώσεις | να βελτιώσεις | βελτίωσε | ||
γ' ενικ. | βελτίωσε | θα βελτιώσει | να βελτιώσει | |||
α' πληθ. | βελτιώσαμε | θα βελτιώσουμε | να βελτιώσουμε | |||
β' πληθ. | βελτιώσατε | θα βελτιώσετε | να βελτιώσετε | βελτιώστε | ||
γ' πληθ. | βελτίωσαν βελτιώσαν(ε) |
θα βελτιώσουν(ε) | να βελτιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βελτιώσει | είχα βελτιώσει | θα έχω βελτιώσει | να έχω βελτιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις βελτιώσει | είχες βελτιώσει | θα έχεις βελτιώσει | να έχεις βελτιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει βελτιώσει | είχε βελτιώσει | θα έχει βελτιώσει | να έχει βελτιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βελτιώσει | είχαμε βελτιώσει | θα έχουμε βελτιώσει | να έχουμε βελτιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε βελτιώσει | είχατε βελτιώσει | θα έχετε βελτιώσει | να έχετε βελτιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βελτιώσει | είχαν βελτιώσει | θα έχουν βελτιώσει | να έχουν βελτιώσει |
|