βελτιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βελτιώνω < αρχαία ελληνική βελτιόω < βελτίων (συγκριτικός βαθμός του επιθέτου ἀγαθός)

Ρήμα[επεξεργασία]

βελτιώνω

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]