χειρότερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρότερος < αρχαία ελληνική χείρων + κατάληξη συγκριτικού -ότερος· βλέπε και το αρχαίο ελληνικό (επικό) χειρότερος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.te.ɾos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.te.ɾi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.te.ɾo/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
χειρότερος, -η, -ο
- συγκριτικός βαθμός του κακός: περισσότερο κακός, δυσάρεστος, δύσκολος κ.λπ. από κάποιον άλλο
- ο Γιάννης είναι χειρότερος μαθητής από το Γιώργο
- με άρθρο, σχετικός υπερθετικός του κακός
- ο Γιάννης είναι ο χειρότερος μαθητής της τάξης του
[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειρότερος (συγκριτικός βαθμός)
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χειρότερος
- (επικό) παράλληλος τύπος του χείρων
- αἴ κέ σε χειρότερός περ ἐὼν ἀπὸ θυμὸν ἕλωμαι δουρὶ βαλών (Ομήρ.Ιλιάδα Υ436-7)