βελτίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βελτίωση | οι | βελτιώσεις |
γενική | της | βελτίωσης* | των | βελτιώσεων |
αιτιατική | τη | βελτίωση | τις | βελτιώσεις |
κλητική | βελτίωση | βελτιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βελτιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βελτίωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βελτίωση θηλυκό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βελτίωση
|