αβελτίωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβελτίωτος η αβελτίωτη το αβελτίωτο
      γενική του αβελτίωτου της αβελτίωτης του αβελτίωτου
    αιτιατική τον αβελτίωτο την αβελτίωτη το αβελτίωτο
     κλητική αβελτίωτε αβελτίωτη αβελτίωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβελτίωτοι οι αβελτίωτες τα αβελτίωτα
      γενική των αβελτίωτων των αβελτίωτων των αβελτίωτων
    αιτιατική τους αβελτίωτους τις αβελτίωτες τα αβελτίωτα
     κλητική αβελτίωτοι αβελτίωτες αβελτίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβελτίωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀβελτίωτος[1] < αρχαία ελληνική βελτιόω / βελτιῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε α- + βελτιώ(νω) + -τος.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.velˈti.o.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βελ‐τί‐ω‐τος

Επίθετο

[επεξεργασία]

αβελτίωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει βελτιωθεί ή δεν είναι δυνατόν να βελτιωθεί
  2. (βιολογία) που δεν έχει δεχθεί γενετική βελτίωση
    ※  Οι ελληνικοί γάιδαροι αποτελούν μιαν αβελτίωτη φυλή με έντονα τα χαρακτηριστικά των άγριων προγόνων τους, σε αντίθεση με τους κύπριος όνους, που είναι σαφώς βελτιωμένοι, μεγαλόσωμοι, σκουρόχρωμοι και πιστεύεται πως προέρχονται από βελτιωμένες φυλές της Αιγύπτου.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. αβελτίωτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)