όσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όσο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅσον, ουδέτερο του ὅσος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈo.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐σο
Επίρρημα[επεξεργασία]
όσο
- για δήλωση ποσότητας ή έκτασης, ενίοτε σε ίδιο επίπεδο με μια άλλη
- ↪ Θα μείνω όσο θέλεις.
- με επίρρημα συγκριτικού βαθμού
- ↪ Όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο.
- για δήλωση αναφοράς
- ↪ όσο για τον αδερφό του
- δηλώνει προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση
- ↪ Ας περιμένουμε όσο να σταματήσει η βροχή.
- συχνά σε διηγήσεις με το να δηλώνει πράξη η οποία χρονικά ακολουθεί την πράξη της κύριας προσδιοριζόμενης πρότασης
- ↪ Όσο να τελειώσεις εσύ, εγώ θα 'χω γυρίσει.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για δήλωση ποσότητας ή έκτασης
|
το να δηλώνει πράξη η οποία χρονικά ακολουθεί την πράξη της κύριας προσδιοριζόμενης πρότασης
Πηγές[επεξεργασία]
- όσο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.