όσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όσο < αρχαία ελληνική ὅσον, ουδέτερο του ὅσος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɔsɔ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐σο
Επίρρημα[επεξεργασία]
όσο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όσο