ποσότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποσότητα οι ποσότητες
      γενική της ποσότητας των ποσοτήτων
    αιτιατική την ποσότητα τις ποσότητες
     κλητική ποσότητα ποσότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποσότητα < αρχαία ελληνική ποσότης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poˈso.ti.ta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποσότητα θηλυκό

  1. αφηρημένη έννοια που αναφέρεται στο μέγεθος (πόσο;) ή τον αριθμό (πόσα;)
    η ποσότητα του αλκοόλ σε αυτά τα σοκολατάκια είναι τόσο μικρή που δε θα έπρεπε να σε νοιάζει
    η ποσότητα νερού στο σώμα ενός ανθρώπου με μέσο βάρος 70 kg είναι περίπου 40 λίτρα
    η ποσότητα των 10 ml της ουσίας αρκεί για να...

Μεταφράσεις[επεξεργασία]