προχειροφτιαγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προχειροφτιαγμένος < πρόχειρ(ος) + -ο- + φτιαγμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
προχειροφτιαγμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που έχει κατασκευαστεί πρόχειρα
- προχειροφτιαγμένη κατασκευή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προχειροφτιαγμένος
|