ρήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρήμα | τα | ρήματα |
γενική | του | ρήματος | των | ρημάτων |
αιτιατική | το | ρήμα | τα | ρήματα |
κλητική | ρήμα | ρήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ρήμα < αρχαία ελληνική ῥῆμα
Προφορά
Ουσιαστικό
ρήμα ουδέτερο
- (γραμματική) λέξη που φανερώνει πως ένα υποκείμενο ενεργεί ή παθαίνει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση
- παραδείγματα ρημάτων:
- ακούω
- γράφω
- είμαι
- έχω
- κρατιέμαι
- νυστάζω
- φλέγομαι
- παραδείγματα ρημάτων:
- (εκκλησιαστικός όρος) λόγος, με την έννοια "λέξεις" ή "φράσεις"
Σύνθετα
Δείτε επίσης
-
ρήμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
ρήμα