ρήμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ῥῆμα

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρήμα τα ρήματα
      γενική του ρήματος των ρημάτων
    αιτιατική το ρήμα τα ρήματα
     κλητική ρήμα ρήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρήμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥῆμα (λόγος, ρήμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρή‐μα
ομόηχο: ρίμα

Ουσιαστικό

ρήμα ουδέτερο

  1. (γραμματική) λέξη που φανερώνει πως ένα υποκείμενο ενεργεί ή παθαίνει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση
    παραδείγματα ρημάτων: ακούω, ακούγομαι, γράφω, κοιμάμαι, αγοράζω
  2. (εκκλησιαστικός όρος) λόγος, με την έννοια "λέξεις" ή "φράσεις"

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Πηγές