ρηματάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρηματάκι τα ρηματάκια
      γενική
    αιτιατική το ρηματάκι τα ρηματάκια
     κλητική ρηματάκι ρηματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρηματάκι < (ρήμα) ρηματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρηματάκι ουδέτερο

  1. μικρό ρήμα, με λίγες συλλαβές
  2. (χαϊδευτικό) το εύκολο ρήμα
    έχω να κλίνω κάτι ρηματάκια και τελείωσα
  3. (ειρωνικό) το δύσκολο ρήμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ρήμα