ρηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρηματικός < αρχαία ελληνική ῥηματικός < ῥῆμα
Επίθετο[επεξεργασία]
ρηματικός
- που ανήκει, αναφέρεται στο ρήμα
- που προέρχεται από το ρήμα
Έκφραση: ρηματική διακοίνωση: ανυπόγραφο, ανεπίσημο διπλωματικό έγγραφο ή σημείωμα, διατυπωμένο σε τρίτο πρόσωπο