verbum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- verbum < πρωτοϊταλική *werβom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werdʰom (λέξη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
verbum (la) ουδέτερο
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | verbum | verba |
γενική | verbī | verbōrum |
δοτική | verbō | verbīs |
αιτιατική | verbum | verba |
κλητική | verbum | verba |
αφαιρετική | verbō | verbīs |