παροιμία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παροιμία < αρχαία ελληνική παροιμία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾiˈmi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παροιμία θηλυκό
- λαϊκό απόφθεγμα που εκφράζει μια εμπειρικά βεβαιωμένη αλήθεια.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παροιμία
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παροιμία θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- παροιμία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παροιμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.