verb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
verb | verbs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
verb (en)
- (γραμματική) το ρήμα
Εσθονικά (et)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
verb (et)
- το ρήμα
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
verb (ca)
- το ρήμα
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική-αιτιατική | verb | verbe |
έναρθρο | verbul | verbele |
δοτική-αιτιατική | verbului | verbelor |
κλητική | verbule | verbelor |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
verb (ro) ουδέτερο
- (γραμματική) το ρήμα
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
verb (sv) ουδέτερο
- το ρήμα