βιασύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιασύνη | οι | βιασύνες |
γενική | της | βιασύνης | των | (βιασυνών) |
αιτιατική | τη | βιασύνη | τις | βιασύνες |
κλητική | βιασύνη | βιασύνες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vʝaˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βια‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιασύνη θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος βιάζεται
- το να εκτελεί κανείς μια ενέργεια βιαστικά, πολύ γρήγορα, επειδή δεν έχει πολύ χρόνο μπροστά του
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιασύνη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βιασύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας