hurry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hurry | hurries |
hurry (en)
- βιασύνη
- βιαστική ενέργεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | hurry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurries |
αόριστος | hurried |
παθητική μετοχή | hurried |
ενεργητική μετοχή | hurrying |
hurry (en)
- βιάζομαι, κάνω κάτι γρήγορα ή επιταχύνω το ρυθμό
- you must hurry or you'll lose your train βιάσου, γιατί θα χάσεις το τρένο σου