Μετάβαση στο περιεχόμενο

hurry up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας hurry up
γ΄ ενικό ενεστώτα hurries up
αόριστος hurried up
παθητική μετοχή hurried up
ενεργητική μετοχή hurrying up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hurry up <  δείτε τις λέξεις hurry και up

hurry up (en)

  • βιάζομαι, κάνω κάτι γρηγορότερα
      Hurry up!
    Βιάσου!
      If we want to catch the train we must hurry up.
    Αν θέλουμε να προλάβουμε το τρένο πρέπει να βιαστούμε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη rush