γρήγορα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γρήγορα < μεσαιωνική ελληνική γρήγορα < γρήγορ(ος) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣɾi.ɣo.ɾa/
Επίρρημα[επεξεργασία]
γρήγορα
- με μεγάλη ταχύτητα
- το αυτοκίνητο έτρεχε γρήγορα
- σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα
- γρήγορα θά 'ρθει η άνοιξη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γρήγορα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γρήγορα
- ουδέτερο του γρήγορος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού