χρονικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρονικό τα χρονικά
      γενική του χρονικού των χρονικών
    αιτιατική το χρονικό τα χρονικά
     κλητική χρονικό χρονικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονικό < αρχαία ελληνική χρονικόν < ουδέτερο του επιθέτου χρονικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρονικό ουδέτερο

  1. γραπτή αφήγηση γεγονότων κατά χρονολογική σειρά
    • το χρονικό της ζωής μου
    • το χρονικό μιας επιτυχημένης πορείας στο διάστημα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • στα χρονικά: για να δοθεί με έμφαση ότι κάτι είναι πρωτοφανές
    Ο πιο ζεστός Ιούλιος στα χρονικά! (δηλαδή ο πιο ζεστός που καταγράφηκε ποτέ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

χρονικό