hard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός hard
συγκριτικός harder
υπερθετικός hardest

hard (en)

  1. σκληρός, δύσκολος, είναι δύσκολο να γίνει, να κατανοηθεί ή να απαντηθεί
    It’s hard to emigrate.
    Είναι σκληρό να ξενιτεύεσαι.
    It is hard for me to concentrate in here.
    Μου είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ εδώ μέσα.
    It is hard to describe the pain.
    Είναι δυσπερίγραπτος ο πόνος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη difficult
  2. σκληρός, που είναι γεμάτο δυσκολίες και προβλήματα, ειδικά λόγω έλλειψης χρημάτων
    Life is very hard.
    Η ζωή είναι πολύ σκληρή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη difficult
  3. σκληρός, που χρειάζεται πολλή σωματική δύναμη ή ψυχική προσπάθεια
    He attributed his success to hard work.
    Απέδωσε την επιτυχία του στη σκληρή δουλειά.
    It takes hard work to get ahead.
    Χρειάζεται σκληρή δουλειά για να προχωρήσουμε.
  4. σκληρός, που είναι στέρεο και δύσκολο να λυγίσει ή να σπάσει
    hard wood - σκληρό ξύλο
    material hard as rock/like steel - υλικό σκληρό σαν πέτρα/σαν ατσάλι
    a book with a hard binding - βιβλίο με σκληρό δέσιμο
    a book with a hard cover - βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο
     συνώνυμα:  firm, inflexible, rigid, solid και stiff
     αντώνυμα: soft
  5. σκληρός, για νερό που έχει υψηλά επίπεδα ασβεστίου, μαγνησίου και άλλα μεταλλικά στοιχεία
    Hard water leaves residue.
    Το σκληρό νερό αφήνει υπολείμματα.
     αντώνυμα: soft
  6. για σύμφωνα που ακούγονται δυνατά όταν λέγονται· παρόμοια έννοια στα ελληνικά είναι διψήφια σύμφωνα
  7. σκληρός, για ναρκωτικά και ποτά που είναι πολύ ισχυρά
    hard drugs - σκληρά ναρκωτικά

Σύνθετα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός hard
συγκριτικός harder
υπερθετικός hardest

hard (en)

  1. σκληρά, εντατικά, με κόπο, με μεγάλη προσπάθεια· με δυσκολία
    We must work very hard in order to reach their level.
    θα πρέπει να δουλέψουμε πολύ σκληρά για να φτάσουμε στο επίπεδό τους.
    I am working hard.
    Εργάζομαι σκληρά/εντατικά.
    hard-earned money - χρήματα που έχουν κερδηθεί με κόπο
  2. δυνατά, με μεγάλη δύναμη
    She hit him hard.
    Τον χτύπησε δυνατά.
    He slammed the door hard.
    Χτύπησε την πόρτα με δύναμη.
    He grabbed him hard.
    Τον έσφιξε με δύναμη.
  3. εντατικά, επίμονα, προσεκτικά και πλήρως
    I am thinking hard.
    Σκέφτομαι εντατικά.
    He looked long and hard at it.
    Το κοίταξε επίμονα.
  4. δυνατά, πολλά ή για πολύ καιρό
    It’s raining hard.
    Βρέχει δυνατά.

Πηγές[επεξεργασία]