Μετάβαση στο περιεχόμενο

soft

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός soft
συγκριτικός softer
υπερθετικός softest

Επίθετο

[επεξεργασία]

soft (en)

  1. μαλακός, που μπορούμε εύκολα να μαλάξουμε, να λυγίσουμε ή να κόψουμε
    παράδειγμα  a soft mattress/bed - μαλακό στρώμα/κρεβάτι
    παράδειγμα  soft dough - μαλακό ζυμάρι
    παράδειγμα  soft soil - μαλακό χώμα
    παράδειγμα  soft wood - μαλακό ξύλο
     αντώνυμα: hard
  2. μαλακός, απαλός, που είναι λείος έτσι ώστε το άγγιγμά του συνήθως να προκαλεί ευχαρίστηση
    παράδειγμα  a soft fabric - μαλακό ύφασμα
    παράδειγμα  soft skin - απαλό δέρμα
  3. απαλός, που δεν έχει έντονες γωνίες ή άκρες
    παράδειγμα  the soft lines of the horizon - οι απαλές γραμμές του ορίζοντα
    παράδειγμα  The moonlight cast soft shadows.
    Το φως του φεγγαριού έριχνε απαλές σκιές.
  4. απαλός, για χρώματα
    παράδειγμα  a soft pink - απαλό ροζ
  5. απαλός, για βροχή ή άνεμο που δεν είναι δυνατός ή βίαιος
    παράδειγμα  A soft breeze was blowing.
    Φυσούσε ένα απαλό αεράκι.
  6. απαλός, για ήχους που δεν είναι δυνατοί και συνήθως είναι ευχάριστοι
    παράδειγμα  The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
    Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.
  7. ευαίσθητος, με συμπάθεια στα προβλήματα των άλλων
    παράδειγμα  She has a soft heart.
    Έχει ευαίσθητη καρδιά.
  8. (συνήθως κακόσημο) μαλακός, που δεν είναι αρκετά αυστηρός ή σκληρός
    παράδειγμα  He’s not up to this job because he’s too soft.
    Δεν κάνει γι' αυτή τη δουλειά, γιατί είναι πολύ μαλακός.
    παράδειγμα  She is soft with her class and can’t keep them under control.
    Είναι μαλακή με την τάξη της και δεν μπορεί να την έχει υπό έλεγχο.
     συνώνυμα: lenient
     αντώνυμα: tough
  9. μαλακός, για νερό που έχει λίγα άλατα
    παράδειγμα  soft water - μαλακό νερό
     αντώνυμα: hard

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]