απαλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απαλός | η | απαλή | το | απαλό |
γενική | του | απαλού | της | απαλής | του | απαλού |
αιτιατική | τον | απαλό | την | απαλή | το | απαλό |
κλητική | απαλέ | απαλή | απαλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απαλοί | οι | απαλές | τα | απαλά |
γενική | των | απαλών | των | απαλών | των | απαλών |
αιτιατική | τους | απαλούς | τις | απαλές | τα | απαλά |
κλητική | απαλοί | απαλές | απαλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁπαλός
Επίθετο
[επεξεργασία]απαλός, -ή, -ό
- που μας ευχαριστεί όταν τον ακουμπάμε ή τον αισθανόμαστε
- (μεταφορικά) που δεν είναι πολύ έντονος
Συγγενικά
[επεξεργασία]
|
όπως |
}
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- απαλά μόρια: τα τμήματα ενός σώματος χωρίς τα κόκαλα και τα υγρά
- εξ απαλών ονύχων