απαλόχνουδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απαλόχνουδος, -η, -ο
- (παρωχημένο) (λογοτεχνικό) που είναι φτιαγμένος από απαλά χνούδια
- (παρωχημένο) (λογοτεχνικό) που είναι απαλός σαν χνούδι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαλόχνουδος
|