doux
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doux | doux |
θηλυκό | douce | douces |
doux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doux | doux |
θηλυκό | douce | douces |
doux (fr)