doux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doux | doux |
θηλυκό | douce | douces |
doux (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- douçain, doucin
- douçâtre, douceâtre
- doucement
- doucereusement
- doucereux - doucereuse
- doucet - doucette
- doucettement
- douceur