γλυκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκός η γλυκιά το γλυκό
      γενική του γλυκού της γλυκιάς του γλυκού
    αιτιατική τον γλυκό τη γλυκιά το γλυκό
     κλητική γλυκέ γλυκιά γλυκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκοί οι γλυκές τα γλυκά
      γενική των γλυκών των γλυκών των γλυκών
    αιτιατική τους γλυκούς τις γλυκές τα γλυκά
     κλητική γλυκοί γλυκές γλυκά
Δείτε και γλυκύς, γλυκιά, γλυκύ.
Κατηγορία όπως «γλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλυκός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλυκός < αρχαία ελληνική γλυκύς και γλύκιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣliˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐κός

Επίθετο

γλυκός, -ιά, -ό

  1. (για τρόφιμο, ποτό) που έχει τη γεύση της ζάχαρης, του μελιού
    τα τέσσερα αισθήματα γεύσης: το γλυκό, το πικρό, το ξινό, το αλμυρό
    (για νερό, υδάτινη μάζα) που δεν είναι θαλασσινό, αλμυρό
  2. (μεταφορικά) που προκαλεί ευχαρίστηση, είναι ήπιο
    απόψε είναι μια γλυκιά η βραδιά
  3. (για άνθρωπο) χαριτωμένος, ευγενικός, που δεν δημιουργεί εντάσεις
     συνώνυμα: μειλίχιος
  4. (προσφώνηση) γλυκέ μου!, γλυκιά μου!

Άλλες μορφές

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
γλυκ- 

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Σύνθετα

Πηγές