Μετάβαση στο περιεχόμενο

γλυκό

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλυκά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλυκό τα γλυκά
      γενική του γλυκού των γλυκών
    αιτιατική το γλυκό τα γλυκά
     κλητική γλυκό γλυκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλυκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γλυκός
ποικιλία γλυκών

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γλυκό ουδέτερο

  1. (γλυκό) παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής με γλυκιά γεύση, φτιαγμένο με ζάχαρη ή μέλι
  2. (μόνο στον ενικό) μια από τις πέντε βασικές γεύσεις

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γλυκό