gâteau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gâteau < gastel / wastel < ίσως από την αρχαία φραγκική °wastil, τροφή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
gâteau | gâteaux |
gâteau (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- gâteau - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- gâteau - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online