gâteau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gâteau < gastel / wastel < ίσως από την αρχαία φραγκική °wastil, τροφή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡɑ.to/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
gâteau gâteaux

gâteau (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]